σκέρτσο

σκέρτσο
(Μουσ.). Όρος, που στην αρχή σήμαινε κάποια ζωηρότητα στην εκτέλεση («scherzando») και κατόπιν (ήδη από το 17o αι.) ένα είδος σύνθεσης, ακόμα και φωνητικής, που απαιτεί δεξιοτεχνία, σχεδόν ανάλογη με το καπρίτσιο. Στη μουσική δωματίου (κυρίως στη σονάτα και στο κουαρτέτο) και στην ενόργανη μουσική του 18ου αι., το σ. αντικατέστησε βαθμιαία το μενουέτο. Η αντικατάσταση αυτή έγινε τελείως από τον Μπετόβεν, που έφτασε στο αποκορύφωμα της τέχνης με το περίφημο σ. της 9ης Συμφωνίας. Πρότυπα παραδείγματα σ. βρίσκονται στα Οκτέτο έργο 166 και στη Συμφωνία αριθ. 7 του Σούμπερτ, στο Σεξτέτο έργο 36 και στη Συμφωνία αριθ. 2 του Μπραμς, ενώ στις συμφωνίες του Μπρούκνερ το σ. φτάνει στην ανώτερη μορφική έκφραση του.
* * *
το, Ν
1. φιλάρεσκη κίνηση που χαρακτηρίζει τη συμπεριφορά ενός ατόμου, τσάκισμα, νάζι
2. χάρη στις κινήσεις ή στις γραμμές
3. μουσ. είδος εύθυμης και ελαφράς μουσικής σύνθεσης με ζωντανό και πνευματώδη χαρακτήρα ή μέρος μιας συμφωνίας, σονάτας ή κουαρτέτου εγχόρδων, συνήθως το τρίτο
4. στον πληθ. τα σκέρτσα
τα ερωτικά παιχνίδια ή πείσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzo].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκέρτσο — το (λ. ιταλ.) 1. χάρη στις κινήσεις: Είναι όλο σκέρτσο, όταν χορεύει. 2. νάζι, καμώματα: Άφησε τα σκέρτσα και σοβαρέψου λιγάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • νάζι — το (λ. τουρκ.), σκέρτσο, κάμωμα, προσποίηση, φιλαρέσκεια: Είναι όλο σκέρτσο κι όλο νάζι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Antiochos Evangelatos — (griechisch Αντίοχος Ευαγγελάτος, * 25. Dezember 1903 in Lixouri; † 1981 in Athen) war ein griechischer Dirigent und Komponist. Biografie Evangelatos lernte zu seiner Schulzeit das Geigenspiel am Athener Konservatorium bei Tony Schultze,… …   Deutsch Wikipedia

  • καπρίτσιο — (capriccio). Όρος που απαντά στις εικαστικές τέχνες και κυρίως στη μουσική. (Ζωγρ.) Ζωγραφικό και κυρίως χαρακτικό είδος. Άκμασε τον 17ο και τον 18ο αι. και διακρίθηκε για την ελεύθερη φαντασία και την επινοητικότητα που επιδείκνυε. Αν και οι… …   Dictionary of Greek

  • κοντσέρτο — (concerto). Μουσική σύνθεση για ένα ή περισσότερα σόλο όργανα και ορχήστρα. Ο όρος κ. ανάγεται στον 16o αι., όταν υποδήλωνε κάθε μουσική συνόλου, είτε οργανικού είτε φωνητικού, με συνοδεία μουσικών οργάνων, συνήθως στην περίπτωση του μοτέτου με… …   Dictionary of Greek

  • λάγγεμα — και λάγκεμα, το (Μ λάγγεμα) [λαγγεύω] 1. αποχαύνωση, λιγωμα ιδίως από ερωτικό πόθο 2. νάζι, σκέρτσο 3. (ιδιωμ. στη Μάνη κ.α.) ο πόνος και η άναρθρη φωνή που εκβάλλει αυτός που πονάει μσν. άλμα, πήδημα …   Dictionary of Greek

  • μενουέτο — (menuet). Παλιός γαλλικός χορός σε ρυθμό 3/4, που προέρχεται από το Πουατού και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή του την εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ’ (17oς αι.). Στο έργο του Λεξικό της μουσικής (Dictionnaire de musique), ο συνθέτης και βιογράφος… …   Dictionary of Greek

  • νάζι — το 1. προσποιητή χάρη στην κίνηση ή στη συμπεριφορά, φιλάρεσκος τρόπος, σκέρτσο 2. φρ. «κάνει νάζια» α) προσποιείται ότι αρνείται ή ότι δεν θέλει β) κάνει ερωτικά σκέρτσα, ερωτικούς ακκισμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. naz] …   Dictionary of Greek

  • σκερτσάντο — το, Ν όρος τής μουσικής που χαρακτηρίζει μια εύθυμη σύνθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scherzando < ρ. scherzare (πρβλ. σκερτσάρω, σκέρτσο)] …   Dictionary of Greek

  • συμφωνία — (Μουσ.). Σύνθεση κατά κανόνα ενόργανη, που καμιά φορά όμως δέχεται και την ανάμειξη της ανθρώπινης φωνής (σολίστ και χορωδία). Ο όρος συμφωνία κατέληξε στη σημερινή του έννοια έπειτα από μεγάλη ποικιλία εκδοχών. Στην κλασική εποχή σήμαινε, από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”